- ὑποπέττευμα
- ὑποπέττευμα, ατος, τό,A beguilement, deception, a doubtful word in Plu.2.987e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπέττευμα — εύματος, τὸ, Α πιθ. εξαπάτηση, παραπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὑπ(ο) * + πέττευμα / πέσσευμα «το παιχνίδι τών πεσσών»] … Dictionary of Greek
ὑποπεττεύματα — ὑποπέττευμα beguilement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)